Απόσπασμα

nightscapes_steve_giovinco_fine_art_photo_Dscn1357xx1
Πρόλαβα κι έζησα σε μια εποχή – και μια χώρα – που το απόλυτο σκοτάδι ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας. Ένα σκοτάδι που δεν το διέκοπτε κανένα φωτεινό σημείο στον ορίζοντα, κανένα τεχνητό φως. Όταν είχε ξαστεριά, ο ουράνιος θόλος ήταν μια άπειρη ζάλη που υπέβαλε στην σκέψη σου όλο το απύθμενο βάθος της. Όταν είχε φεγγάρι, ένα απόκοσμο φως ξυπνούσε όλες τις παλιές δοξασίες, τους κρυμμένους θεούς του σκότους και τις αιθέριες νεράιδες της φαντασίας μας. Όποιος έχει ζήσει αυτή την εμπειρία είναι όσο γίνεται πιο κοντά στην ψυχολογία εκείνων των ανθρώπων που έφτιαξαν μύθους για σκοτεινές υπάρξεις, για κόσμους κρυφούς και ανεξερεύνητους. Καταλαβαίνει κανείς τι τους ώθησε να γεμίσουν τη νύχτα με αθέατα όντα, υποχθόνιες υπάρξεις, σκοτεινές οπτασίες. Και καταλαβαίνει επιπλέον την ανάγκη τους, απέναντι σ’ αυτή την ανησυχία που γεννά το σκοτάδι και η υποβολή της απόκοσμης ζάλης του άπειρου σύμπαντος, να δημιουργήσουν θεούς που ορίζουν και διαφεντεύουν με νόμους και κανόνες αυτό το απόκοσμο όνειρο που είναι ο κόσμος.
Το ίδιο και η νόηση του ανθρώπου, χαμένη καθώς βρέθηκε μέσα στο σκοτάδι της άγνοιας – το πιο πηχτό από όλα τα σκοτάδια, θέλησε να ανασκευάσει τον κόσμο, να πάψει να είναι ένα απόκοσμο και ανεξήγητο όνειρο. Θέλησε να εξηγήσει τον κόσμο – κι αν δεν κατάφερε να τον εξηγήσει, κατάφερε αυτό που ταιριάζει καλύτερα στον άνθρωπο, αυτό που ήξερε να κάνει καλύτερα ο άνθρωπος: τον έκρυψε περίτεχνα, στολίζοντάς τον με μαθηματικές πράξεις, αναγωγές και αξιώματα. Έριξε ένα άπλετο τεχνητό φως στο σύμπαν και έκρυψε το σκοτάδι της άγνοιάς του. Πρόβαλε πάνω στον αχανή ορίζοντα την εικόνα του εγώ του – την εικόνα του -, κρύβοντας όλο το ακατανόητο του μυστηρίου του σύμπαντος.
Απόψε, περπατώντας στην ερημιά του βουνού, άλλη μια φορά όσο γίνεται πιο κοντά σε εκείνο το παλιό σκοτάδι, έχασα οριστικά κάθε βεβαιότητα πως εμείς, οι άνθρωποι του εικοστού πρώτου αιώνα, χιλιάδες χρόνια μετά τα πρώτα ορνιθοσκαλίσματα του ανθρώπου, που προσπάθησε να κατανοήσει τον κόσμο και να καταγράψει τις σκέψεις του για το σύμπαν, είμαστε έστω και μερικά χιλιοστά πιο κοντά στην αλήθεια. Αντίθετα, παραδομένος απόψε στη μαγεία του απόκοσμου, του φυσικού, του πρωτογενούς κόσμου, πείστηκα πως έχουμε απομακρυνθεί εκατομμύρια έτη φωτός από οποιαδήποτε αλήθεια – αν μπορεί κανείς να πει πως μπορεί ποτέ ο άνθρωπος να προσεγγίσει έστω και σε απόσταση απείρου την όποια αλήθεια. Αν μπορεί κανείς να ισχυριστεί, πως υπάρχει κάπου, κάποια αλήθεια, που ζητά από τον άνθρωπο να την ανακαλύψει.
Μέσα στο σκοτάδι του έρημου δρόμου στην πλαγιά του βουνού, μέσα στην φορτισμένη από κρυφές παρουσίες ησυχία της νύχτας, ένα σκυλί με πλησίασε αθόρυβα. Στην αρχή, όταν το είδα ξάφνου κοντά μου, ταράχτηκα και φοβήθηκα. Εκείνο όμως με πλησίασε κουνώντας την ουρά του, δείχνοντάς μου τις φιλικές του διαθέσεις. Ήταν ένα μικρόσωμο κυνηγόσκυλο, μια μικρή μαύρη σκιά που τρίβονταν στα πόδια μου. Έσκυψα και το χάιδεψα. Μου έγλειψε το χέρι. Αναρωτήθηκα τι το έφερε κοντά μου αυτή την σκοτεινή κι απόκοσμη νύχτα. Αναρωτήθηκα αν η περιβόητη αγάπη του σκύλου για τον άνθρωπο δεν είναι παρά οίκτος για ένα ον που βασανίζεται από την αναπηρία της νόησης, που δεν το αφήνει να βιώσει την ύπαρξη σε όλη της την απλότητα όπως κάνουν τα μη έλλογα όντα. Είδα τον σκύλο να μου γλύφει το χέρι προσπαθώντας να γιάνει την πληγή που αφήνει στις καρδιές των φτωχών δίποδων η ασίγαστη ελπίδα να κατανοήσουν γιατί υπάρχουν. Ένιωσα τον οίκτο του σκύλου προς ένα ον που προσπαθεί αιώνια και χωρίς αποτέλεσμα να δώσει μια απάντηση σε μια ερώτηση που κανείς και τίποτα στον κόσμο δεν του ζήτησε να την θέσει.
Είδα τον άνθρωπο. Τον είδα άλλη μια φορά από μακριά, έτσι όπως μόνο από μακριά μπορεί κανείς να τον δει: χαμένο μέσα σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να χωρέσει τη ζωή του, τα όνειρά του, τις ελπίδες του, μέσα στο στενόχωρο και αγχωτικό τικ- τακ των δευτερολέπτων, αυτού του τέρατος που έφτιαξε για να τον υπηρετεί κι εκείνο έγινε αφέντης και κυρίαρχός του. Τον είδα να πνίγεται μέσα σε ένα θεόρατο βουνό από επιθυμίες που σηκώνει μπροστά του για να μη βλέπει τους τοίχους του κελιού που τον κλείνουν από παντού, στενεύοντας διαρκώς γύρω του τα περιθώρια, τον ελάχιστο χώρο και χρόνο που έχει επιτρέψει στον εαυτό του να ζήσει. Τον είδα σαν τον χασάπη να πετσοκόβει σε κομμάτια το εγώ του και να το πετάει στο βαθύ πηγάδι που χάσκει γύρω του, για να θρέψει τα σκυλιά του χρόνου και μετά να εκλιπαρεί να πάρει πίσω τον εαυτό του, με τα μάτια στραμμένα μπροστά, προσηλωμένα στον απύθμενο ουρανό του τίποτα που ονόμασε μέλλον και τον έντυσε με επιθυμίες για να μη χάσκει μπρος στα μάτια του το χάος της ανυπαρξίας του.
Από μακριά, παραδομένος στην αγνότητα του απόλυτου μυστηρίου, του ανεξήγητου “από που” και “προς που”, του ακατανόητου υπάρχειν και του αμόλυντου ζειν, είδα τη φρίκη των υπέροχων επιτευγμάτων του ανθρώπου να τον καταβροχθίζουν. Και τον λυπήθηκα.

Ο Βωμός

 

Στο προάστιο που μεγάλωσα, πολύ κοντά στο πατρικό μου σπίτι ο προ χουντικός δήμαρχος της κοινότητάς μας, (πρώην αξιωματικός του βασιλικού ναυτικού, δεξιός με δημοκρατικό φρόνημα), είχε φτιάξει μια πανέμορφη, μικρή πλατεία. Είχε φτιάξει πολλές πλατείες στο προάστιο, αλλά αυτή, αν και η μικρότερη από τις άλλες, ήταν η πιο όμορφη – κατά γενική ομολογία. Ίσως επειδή απέναντι ακριβώς και δίπλα από το δικό μας σπίτι, έμενε η, επί πολλά χρόνια, κρυφή ερωμένη του, όπως έλεγαν οι – επιβεβαιωμένες αργότερα- φήμες της εποχής. Φτιαγμένη όλη από πανάκριβο πεντελικό μάρμαρο, όμορφα μεγάλα κομμάτια γρασίδι, με τις χαρακτηριστικές πινακίδες «μην πατάτε την χλόην«, στρογγυλές, πολύχρωμες οάσεις με λουλούδια, όπου δέσποζαν τα κόκκινα τριαντάφυλλα, και στο κέντρο ακριβώς, ένα στρογγυλό, μεγαλοπρεπές, πολύχρωμο συντριβάνι που άναβε αδιαλείπτως κάθε βράδυ για να γεμίσει τα παιδικά μας χρόνια πολύχρωμη υγρασία και για να μας θυμίζει πως σε λίγο θα έπρεπε να μαζευτούμε στα σπίτια μας για το δείπνο και την τελετουργία του ύπνου, για την οποία θα σας μιλήσω μια άλλη φορά. Ήταν όπως είπαμε ήδη μια μικρή πλατεία. Απέναντι ακριβώς, ήταν η επίσης μικρή και όμορφη εκκλησούλα του Άη Γιώργη, πνιγμένη μέσα στα πεύκα και τα κυπαρίσσια – και να μην ξεχάσουμε βέβαια, πως στην όμορφη πλατεία υπήρχαν και τέσσερα παγκάκια. Ας πούμε, χάριν της πληρέστερης εικόνας, πως και τα δυο αυτά μέρη, η εκκλησία με τον περίγυρό της και η πλατεία, έπιαναν τρία οικοδομικά τετράγωνα. Λιγότερο, μπορεί, περισσότερο αποκλείεται. Αυτά τα τρία περίπου οικοδομικά τετράγωνα ήταν για μας όλος ο κόσμος, την εποχή που έλαβε χώρα η ιστορία που θα σας αφηγηθώ.

 

Πάντα, οποιαδήποτε ώρα κι αν σε έφερνε ο δρόμος σου προς τα κει, όλο και κάποιος θα υπήρχε στην πλατεία. Αλλά ήταν τις απογευματινές και τις πρώτες βραδυνές ώρες, που έσφυζε πραγματικά από κόσμο. Γέμιζε κυρίως από παιδιά, έφηβους και γυναίκες. Εκεί κάναμε ποδήλατο, παίζαμε ποδόσφαιρο, μήλα, κυνηγητό, τρελαίνοντας τον κόσμο με τις φωνές μας και προκαλώντας συχνά την παρέμβαση των γυναικών, που μας έβαζαν στη θέση μας όταν τα ντεσιμπέλ από τις κραυγές μας χτύπαγαν κόκκινο, ή τις σφαλιάρες των μεγαλύτερων παιδιών, όταν ένιωθαν πως ενοχλούνταν από τη φασαρία μας, ή ήθελαν απλώς να δείξουν την μαγκιά τους όταν πέρναγε το κορίτσι που επέλεγαν να φαντασιώνονται κατά την καθημερινή τελετουργία των ηρωικών αυνανισμών τους. Οι άντρες ήταν μαζεμένοι λίγο πιο κάτω, ή λίγο πιο πάνω, αναλόγως το καφενείο της προτίμησης τους. Στο κάτω, που σύχναζε κι ο μπαμπάς μου, πήγαιναν οι απολύτως «στιγματισμένοι» αριστεροί. Στο από πάνω, πήγαιναν οι συμπαθούντες και δημοκρατικοί όπως τους έλεγαν. Υπήρχε κι ένα ακόμα, λίγο πιο μακριά αυτό, που ήταν στέκι για τους καθαρόαιμους εθνικόφρονες. Αλλά από αυτό το καφενείο αποφεύγαμε ακόμα και να περάσουμε από έξω. Θυμάμαι μια μέρα περνώντας από κει με φώναξε ο περιβόητος Γκέκας, πρώην ταγματασφαλίτης, ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής κατά τον εμφύλιο, αλλά και αργότερα, κατά την περιβόητη καραμανλική οκταετία της βίας και της νοθείας, ή όταν τα σωτήρια τανκς έκαναν την εμφάνισή τους στο προάστιό μας και τα στρατιωτικά ρέο σταματούσαν μπροστά στα σπίτια μαζεύοντας κόσμο καθ’ υπόδειξιν του.

 

– Ο γιος του τάδε δεν είσαι συ;

– Μάλιστα κύριε.

-Είσαι εθνικόφρων ή κουμμούνι;

-Δεν ξέρω κύριε.

-(Πάφ! σφαλιάρα.) Τι θα πει δεν ξέρω;

Δεν ξέρω κύριε!

  • Αμ, το μήλο κάτω από την μηλιά θα πέσει. Κοίτα να πεις στον πατέρα σου εκεί στα νησιά που τον στέλνει η πατρίδα για παραθέρι, να γράφει το όνομά του στα βράχια, ώστε αύριο, μεθαύριο που θα σε στείλει κι εσένα η πατρίδα να ξέρεις που πατούσε ο πατέρας σου να πατάς και συ να μη χαθείς! Χα χα χα χα! (Παφ, σφαλιάρα.) Άντε, χάσου τώρα από μπροστά μου παλιοκουμμούνι, που θα μου πεις εμένα, δεν ξέρω κύριε!

 

Όταν άναβε το συντριβάνι στην πλατεία, ίσως και λίγο αργότερα, που ο κόσμος άρχιζε σιγά, σιγά να αραιώνει και ακούγονταν οι πρώτες φωνές των μανάδων που καλούσαν τα αργοπορημένα τέκνα (Γιώργο! Γιάννη! Ιάσονα! Νικολάκηηηη!), εκείνη περίπου την ώρα εμφανίζονταν μια φυσιογνωμία, ένα πρόσωπο, μια σκιά, που πήγαινε σε μια γωνιά της πλατείας, συνήθως στα βορινά σκαλοπάτια, κοντά στο παγκάκι που προτιμούσε η δική μας παρέα, καθότανε στην άκρη και ήσυχος, μαζεμένος, αόρατος, έβγαζε το μπουκάλι και έπινε γουλιά, γουλιά το κρασάκι του αποφεύγοντας να κοιτάξει τον οποιονδήποτε, μικρό ή μεγάλο, στα μάτια. Αν κάποιος ωστόσο τον κοιτούσε από κοντά, θα έβλεπε έναν άνθρωπο γύρω στα 50-60, ψηλό, βρώμικο που φορούσε χειμώνα καλοκαίρι μια μακριά στρατιωτική χλαίνη, με ένα πολύ άσχημο πρόσωπο, στη μέση του οποίου εξείχε μια τεράστια, χοντρή, πορώδη μύτη χρώματος μοβ, στην οποία χρώσταγε το παρατσούκλι, ο Μελιτζάνας.

 

Κανείς δεν ήξερε από που είχε εμφανιστεί στο προάστιό μας αυτός ο άνθρωπος. Εμφανίστηκε εντελώς ξαφνικά και έγινε μέρος της καθημερινότητάς μας. Ήταν μια περίεργη φυσιογνωμία που άλλαζε από το φως στο σκοτάδι. Από το πρωί στο βράδυ. Μια μορφή που διαχέονταν αργά στο σκοτάδι και χάνονταν, για να εμφανιστεί το πρωί στις γωνιές των παιδικών μας διαδρομών – συνήθως από το σπίτι μέχρι το σχολείο – ανοίγοντας, με ένα χαμόγελο, που ήθελε να το κάνει να φαίνεται φιλικό και το οποίο μετασχηματίζονταν σε μια άσχημη και αποκρουστική γκριμάτσα, από την ένταση της καύλας και του κινδύνου, τη χλαίνη και αφήνοντας να ξεπροβάλλει περήφανο, χυδαίο και στητό ένα τεράστιο πέος, που το έδειχνε και το έπαιζε μπροστά στα έντρομα, γεμάτα έκπληξη και δέος, ή αδιάφορα μάτια των κοριτσιών της ομάδας. Το πώς αντιμετώπιζαν τα κορίτσια αυτόν τον γραφικό επιδειξία της γειτονιάς μας, θα ήταν μια πρώτης τάξεως μελέτη κοριτσίστικης συμπεριφοράς, αν υπήρχε ο χρόνος, η διάθεση και κυρίως βέβαια η ικανότητα, για να την συντάξει κανείς, – τρεις προϋποθέσεις απολύτως απούσες για τον συγγραφέα αυτού του αφηγήματος. Αρκεί πάντως, για τις ταπεινές ανάγκες αυτής της ιστορίας, να πούμε, ότι υπήρχαν χοντρικά δυο κατηγορίες αντιδράσεων. Μία για όσες το έβλεπαν για πρώτη φορά (τρόμος, έκπληξη, δέος) και μια άλλη για όσες το είχαν δει ξανά και ξανά (δέος, αδιαφορία, περιέργεια). Που όλα συνοδεύονταν από τσιρίγματα, γέλια και φωνές.

 

Όλα αυτά κρατούσαν βέβαια ελάχιστο χρόνο. Γιατί ενώ τα κορίτσια αντιδρούσαν με τον, έστω χονδροειδώς περιγραφόμενο τρόπο, που είδαμε παραπάνω, εμείς, τα αγόρια, αρπάζαμε μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου πέτρες από το δρόμο και τρέχαμε να εκπληρώσουμε το καθήκον μας απέναντι στα κορίτσια, πετροβολώντας, βρίζοντας και γιουχαϊζοντας τον Μελιτζάνα που άρχιζε να τρέχει, βάζοντας ασπίδα πάνω από το κεφάλι του τα χέρια του ενάντια στη βροχή από πέτρες, που έπεφταν καταπάνω του, με το τεράστιο κοντάρι του να προεξέχει από τη χλαίνη, λιγότερο περήφανο από πριν αλλά εξίσου χυδαίο, προκλητικό και παράξενο, σαν το πέος ενός γαϊδουριού βαλμένο αφύσικα πάνω σε ένα ανθρώπινο σώμα. Και έσκιζαν τον αέρα οι πολεμικές μας ιαχές με τα ουουου! τα ουστ ρε! τα ανώμαλεεε! τα ούξου Μελιτζάνα! και άλλα πολλά. Ήταν βέβαια γνωστό σε όλους στη γειτονιά πως ο Μελιτζάνας έδειχνε, αλλά δεν άγγιζε. Το έπαιζε, αλλά δεν πείραζε και δεν επεδίωκε κανενός είδους επαφή με τα κορίτσια. Το βίτσιο του ήταν να το δείχνει, όχι να το δίνει. Γι αυτό ίσως και συνέχιζε να δρα ανενόχλητος – εκτός από κάνα δυο φορές που εμφανίστηκε με εμφανή σημάδια ξυλοδαρμού και μάθαμε πως κάποιοι του «τις είχαν βρέξει» μάλλον προληπτικά, για να μένει εκεί που ήταν και να μην τολμήσει ποτέ να ξεφύγει από το «δείχνω μα δεν αγγίζω».

 

Αυτή η ιστορία με τον Μελιτζάνα κράτησε κάμποσα χρόνια. Και βέβαια δεν ήταν διαρκής. Υπήρχαν μεγάλα διαλείμματα στην επιδειξιακή του δραστηριότητα που μάλλον είχαν να κάνουν με τον καιρό, (όταν έβρεχε ας πούμε το show αναβάλλονταν μέχρι νεοτέρας) με τις απειλές που δέχονταν (που αν ήταν έντονες και άγριες άφηνε ένα μεγάλο διάστημα να περάσει και να ξεχαστεί πριν ξαναδράσει), και προφανώς με τον οίστρο του. Μερικές φορές μάλιστα, χάνονταν και για βδομάδες ολόκληρες. Κάποιοι έλεγαν πως τότε δοκίμαζε την τύχη του σε άλλες περιοχές, αναζητώντας πιο έντονες συγκινήσεις, πιο έκπληκτα άγνωστα μάτια, πιο δυνατές τσιρίδες και φωνές, πιο επικίνδυνα κυνηγητά – γιατί, ακούγαμε παραξενεμένοι και γεμάτοι δέος, να λένε οι μεγάλοι, πως όλα τα πάθη εντείνονται, μεγεθύνονται, επεκτείνονται και ζητάνε όλο και περισσότερο, όλο και πιο πολύ, μέχρι να σε φάνε ζωντανό! (Το πάθος! Τι περίεργη λέξη, πόσο άγρια ζωντανή, πόσο τρομακτική ακουγότανε στα ανίδεα, παιδικά αυτιά μας!)

 

Η ιστορία του Μελιτζάνα κράτησε μέχρι την εφηβεία μας. Στο μεταξύ ο δήμαρχος είχε «παραχωρήσει» θέλοντας και μη τη θέση του σε έναν αγαπημένο του νέου καθεστώτος και συνδαιτυμόνα του Γκέκα, ο οποίος είχε την φαεινή ιδέα να αλλάξει τα κόκκινα τριαντάφυλλα της πλατείας με λευκά και ροζ για προφανείς λόγους· μερικοί από μας λάβαιναν και πάλι γράμματα από τους πατεράδες τους, από τα όμορφα ξερονήσια του Αιγαίου, και η πλατεία είχε γίνει κέντρο διακίνησης παράνομων βιβλίων, δίσκων και προκηρύξεων. Τώρα μέναμε πιο αργά συζητώντας όσα διαβάζαμε, καπνίζοντας τα πρώτα μας τσιγάρα και σιγομουρμουρίζοντας τραγούδια που δεν έπρεπε να ακουστούν ή παίζοντας στις κιθάρες μας και τραγουδώντας στη διαπασών τραγούδια που δεν έπρεπε να ακούγονται, αλλά ο Γκέκας και η παρέα του δεν ήταν σε θέση να καταλάβουν το γιατί. Δίπλα μας κάθε βράδυ, κοινωνός της εφηβικής ανησυχίας μας, των ερώτων και των προβληματισμών μας, αλλά και συχνά πυκνά επίκεντρο της καζούρας μας, μια τεράστια μοβ μύτη, που τέλειωνε αργά το μπουκάλι της και έπεφτε σε έναν βαθύ ύπνο στο γρασίδι, μέχρι που έφευγε και η τελευταία ανθρώπινη ύπαρξη από την πλατεία και έπαιρνε τη θέση του στο παγκάκι μας, όπου και κοιμότανε μέχρι το πρώτο φως της ημέρας. Γιατί ακόμα και τις κρύες νύχτες του χειμώνα, ο Μελιτζάνας προτιμούσε την ζεστασιά που άφηναν πίσω τους τα ανθρώπινα σώματα στην πλατεία, από την κρύα μοναξιά της άθλιας παράγκας στο βάθος μιας μάντρας οικοδομικών υλικών, που του είχε παραχωρηθεί ως κατοικία, με αντίτιμο την επίβλεψη και φύλαξή της.

 

Ήταν σίγουρα Νοέμβρης. Ένας γλυκός και ανήσυχος Νοέμβρης. Η πλατεία αναριγούσε από την κάψα των ερώτων μας, αλλά και την έξαψη και την αδημονία μας. Έφταναν ως τα αυτιά μας ειδήσεις και στα χέρια μας παράνομα έντυπα, που μαρτυρούσαν πως κάτι ετοιμάζονταν. Μια φωτιά που σιγόβραζε, έμοιαζε τώρα να φουντώνει. Κάτι θα γινότανε σίγουρα και το περιμέναμε πώς και πώς. Το ίδιο κι οι ασφαλίτες, που είχαν πυκνώσει τις περατζάδες τους από την πλατεία και μας τραβολογούσαν στο τμήμα για ψύλλου πήδημα, (εξακρίβωση στοιχείων σου έλεγε ο αρχιασφαλίτης Θύμιος, που είχε έρθει πάνω από δέκα φορές στο σπίτι σου για να συλλάβει τον πατέρα σου και σε ήξερε ήδη από το σπέρμα του πατέρα σου και το ωάριο της μάνας σου!), κι ο Γκέκας είχε γίνει πιο επιθετικός και επικίνδυνος, ιδιαίτερα μετά από κείνη τη νύχτα που τον ξεμονάχιασαν τρία παλληκάρια με κάλτσες στο κεφάλι και τον έσπασαν στο ξύλο στέλνοντάς τον για τρεις μήνες στο νοσοκομείο.

 

Ήταν ένας γλυκός και ανήσυχος Νοέμβρης. Φύγαμε αργά εκείνο το βράδυ από την πλατεία. Το θέμα της συζήτησης ήταν ο αναβρασμός στα πανεπιστήμια και κυρίως στη Νομική και μετά το «Ζ» του Βασιλικού και ο Λαμπράκης, που οι κάπως μεγαλύτεροι από μας τον θυμούνταν που περνούσε από τις παρυφές της γειτονιάς μας στη Λεωφόρο Μεσογείων, στον Μαραθώνιο της Ειρήνης του. Ο Μελιτζάνας είχε αποκοιμηθεί από ώρα. Δίπλα του, το άδειο μπουκάλι, ευχαριστημένο κι απόψε για τον τρόπο που το τίμησε ο αγαπημένος του σύντροφος. Νωρίτερα ο Φώτης του είχε υποσχεθεί πως αν έπεφτε η χούντα, θα τον έβγαζε βόλτα όρθιο πάνω στο μηχανάκι του με τη σημαία να ανεμίζει στο «κοντάρι» του και να τον καμαρώνει όλος ο γυναικείος πληθυσμός της Αθήνας. Εκείνος τον άκουσε όπως πάντα σιωπηλός με τα μάτια χαμηλά, τυλιγμένος αιώνια σε εκείνη την απέραντη ντροπή και κούνησε ελαφρά το κεφάλι του. Φύγαμε και εκείνος σύρθηκε ως το παγκάκι που ζέσταιναν όλο το βράδυ τα εφηβικά μας κορμιά, τυλίχτηκε όσο πιο σφιχτά μπορούσε την μυρωδιά μας και κοιμήθηκε για πάντα. Το πρωί τον βρήκαν κοκαλωμένο. Δεν έχω ιδέα ποιος τον μάζεψε, που τον πήγαν, αν τον διάβασε παπάς, αν υπήρχε κανείς στην κηδεία του, αν κηδεύτηκε και που. Την άλλη μέρα όμως υπήρχε μια μεγάλη θλίψη στην πλατεία. Μας έλειπε ο Μελιτζάνας. Κι ήταν εκείνη τη μέρα, στις 10 Νοεμβρίου του 1973, λίγες μόνο μέρες από τη μέρα που θα άλλαζε για πάντα τη ζωή μας, που ο Μηνάς πήρε το σουγιαδάκι του, πήγε στο απέναντι παγκάκι και σκάλισε έναν τεράστιο φαλλό, αντάξιο του γιγάντιου φαλλού του Μελιτζάνα κι έγραψε από κάτω: Ο Μελιτζάνας «Ζ».

 

Το παγκάκι εκείνο το ονομάσαμε «Ο Βωμός του Μελιτζάνα». Κάθε φορά που ετοιμάζονταν να καθίσουν πάνω στον τεράστιο, σκαλιστό φαλλό, τα ανυποψίαστα κορίτσια με τα μίνι, τα σορτσάκια και τα κολλητά παντελόνια τους, γνέφαμε πονηρά, σκουντώντας ο ένας τον άλλο και λέγαμε πως σήμερα ο Μελιτζάνας έχει την τιμητική του! Έχει πράγματι ενδιαφέρον να σκεφτεί κανείς πόσα κωλαράκια, κώλοι και κωλάρες τίμησαν και τιμούν χρόνια τώρα τον Μελιτζάνα, αναπαυόμενα ανυποψίαστα στον σκαλιστό φαλλό του, σε αυτή την παρακμιακή πλέον πλατεία, σε ένα από τα φθίνοντα προάστια του κλεινού μας άστεως. Όπως σας είπα, δεν έχω ιδέα που τον παραχώσανε μετά τον θάνατό του, αλλά είμαι σίγουρος, όπου κι αν βρίσκεται, πως η μετά θάνατον ζωή του θα είναι πολύ καλύτερη από την προηγούμενη. Κι ελπίζω να έχει συγχωρήσει και να έχει έναν καλό λόγο να πει για εκείνα τα κωλόπαιδα, που του έκαναν μεν τη ζωή πατίνι όσο ζούσε με τα πετροβολητά και την καζούρα τους, αλλά φρόντισαν να τον τιμήσουν – έτσι όπως λίγοι από μας θα τιμηθούν, όταν αποδημήσουμε με το καλό εις Κύριον.