Απόσπασμα

nightscapes_steve_giovinco_fine_art_photo_Dscn1357xx1
Πρόλαβα κι έζησα σε μια εποχή – και μια χώρα – που το απόλυτο σκοτάδι ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας. Ένα σκοτάδι που δεν το διέκοπτε κανένα φωτεινό σημείο στον ορίζοντα, κανένα τεχνητό φως. Όταν είχε ξαστεριά, ο ουράνιος θόλος ήταν μια άπειρη ζάλη που υπέβαλε στην σκέψη σου όλο το απύθμενο βάθος της. Όταν είχε φεγγάρι, ένα απόκοσμο φως ξυπνούσε όλες τις παλιές δοξασίες, τους κρυμμένους θεούς του σκότους και τις αιθέριες νεράιδες της φαντασίας μας. Όποιος έχει ζήσει αυτή την εμπειρία είναι όσο γίνεται πιο κοντά στην ψυχολογία εκείνων των ανθρώπων που έφτιαξαν μύθους για σκοτεινές υπάρξεις, για κόσμους κρυφούς και ανεξερεύνητους. Καταλαβαίνει κανείς τι τους ώθησε να γεμίσουν τη νύχτα με αθέατα όντα, υποχθόνιες υπάρξεις, σκοτεινές οπτασίες. Και καταλαβαίνει επιπλέον την ανάγκη τους, απέναντι σ’ αυτή την ανησυχία που γεννά το σκοτάδι και η υποβολή της απόκοσμης ζάλης του άπειρου σύμπαντος, να δημιουργήσουν θεούς που ορίζουν και διαφεντεύουν με νόμους και κανόνες αυτό το απόκοσμο όνειρο που είναι ο κόσμος.
Το ίδιο και η νόηση του ανθρώπου, χαμένη καθώς βρέθηκε μέσα στο σκοτάδι της άγνοιας – το πιο πηχτό από όλα τα σκοτάδια, θέλησε να ανασκευάσει τον κόσμο, να πάψει να είναι ένα απόκοσμο και ανεξήγητο όνειρο. Θέλησε να εξηγήσει τον κόσμο – κι αν δεν κατάφερε να τον εξηγήσει, κατάφερε αυτό που ταιριάζει καλύτερα στον άνθρωπο, αυτό που ήξερε να κάνει καλύτερα ο άνθρωπος: τον έκρυψε περίτεχνα, στολίζοντάς τον με μαθηματικές πράξεις, αναγωγές και αξιώματα. Έριξε ένα άπλετο τεχνητό φως στο σύμπαν και έκρυψε το σκοτάδι της άγνοιάς του. Πρόβαλε πάνω στον αχανή ορίζοντα την εικόνα του εγώ του – την εικόνα του -, κρύβοντας όλο το ακατανόητο του μυστηρίου του σύμπαντος.
Απόψε, περπατώντας στην ερημιά του βουνού, άλλη μια φορά όσο γίνεται πιο κοντά σε εκείνο το παλιό σκοτάδι, έχασα οριστικά κάθε βεβαιότητα πως εμείς, οι άνθρωποι του εικοστού πρώτου αιώνα, χιλιάδες χρόνια μετά τα πρώτα ορνιθοσκαλίσματα του ανθρώπου, που προσπάθησε να κατανοήσει τον κόσμο και να καταγράψει τις σκέψεις του για το σύμπαν, είμαστε έστω και μερικά χιλιοστά πιο κοντά στην αλήθεια. Αντίθετα, παραδομένος απόψε στη μαγεία του απόκοσμου, του φυσικού, του πρωτογενούς κόσμου, πείστηκα πως έχουμε απομακρυνθεί εκατομμύρια έτη φωτός από οποιαδήποτε αλήθεια – αν μπορεί κανείς να πει πως μπορεί ποτέ ο άνθρωπος να προσεγγίσει έστω και σε απόσταση απείρου την όποια αλήθεια. Αν μπορεί κανείς να ισχυριστεί, πως υπάρχει κάπου, κάποια αλήθεια, που ζητά από τον άνθρωπο να την ανακαλύψει.
Μέσα στο σκοτάδι του έρημου δρόμου στην πλαγιά του βουνού, μέσα στην φορτισμένη από κρυφές παρουσίες ησυχία της νύχτας, ένα σκυλί με πλησίασε αθόρυβα. Στην αρχή, όταν το είδα ξάφνου κοντά μου, ταράχτηκα και φοβήθηκα. Εκείνο όμως με πλησίασε κουνώντας την ουρά του, δείχνοντάς μου τις φιλικές του διαθέσεις. Ήταν ένα μικρόσωμο κυνηγόσκυλο, μια μικρή μαύρη σκιά που τρίβονταν στα πόδια μου. Έσκυψα και το χάιδεψα. Μου έγλειψε το χέρι. Αναρωτήθηκα τι το έφερε κοντά μου αυτή την σκοτεινή κι απόκοσμη νύχτα. Αναρωτήθηκα αν η περιβόητη αγάπη του σκύλου για τον άνθρωπο δεν είναι παρά οίκτος για ένα ον που βασανίζεται από την αναπηρία της νόησης, που δεν το αφήνει να βιώσει την ύπαρξη σε όλη της την απλότητα όπως κάνουν τα μη έλλογα όντα. Είδα τον σκύλο να μου γλύφει το χέρι προσπαθώντας να γιάνει την πληγή που αφήνει στις καρδιές των φτωχών δίποδων η ασίγαστη ελπίδα να κατανοήσουν γιατί υπάρχουν. Ένιωσα τον οίκτο του σκύλου προς ένα ον που προσπαθεί αιώνια και χωρίς αποτέλεσμα να δώσει μια απάντηση σε μια ερώτηση που κανείς και τίποτα στον κόσμο δεν του ζήτησε να την θέσει.
Είδα τον άνθρωπο. Τον είδα άλλη μια φορά από μακριά, έτσι όπως μόνο από μακριά μπορεί κανείς να τον δει: χαμένο μέσα σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να χωρέσει τη ζωή του, τα όνειρά του, τις ελπίδες του, μέσα στο στενόχωρο και αγχωτικό τικ- τακ των δευτερολέπτων, αυτού του τέρατος που έφτιαξε για να τον υπηρετεί κι εκείνο έγινε αφέντης και κυρίαρχός του. Τον είδα να πνίγεται μέσα σε ένα θεόρατο βουνό από επιθυμίες που σηκώνει μπροστά του για να μη βλέπει τους τοίχους του κελιού που τον κλείνουν από παντού, στενεύοντας διαρκώς γύρω του τα περιθώρια, τον ελάχιστο χώρο και χρόνο που έχει επιτρέψει στον εαυτό του να ζήσει. Τον είδα σαν τον χασάπη να πετσοκόβει σε κομμάτια το εγώ του και να το πετάει στο βαθύ πηγάδι που χάσκει γύρω του, για να θρέψει τα σκυλιά του χρόνου και μετά να εκλιπαρεί να πάρει πίσω τον εαυτό του, με τα μάτια στραμμένα μπροστά, προσηλωμένα στον απύθμενο ουρανό του τίποτα που ονόμασε μέλλον και τον έντυσε με επιθυμίες για να μη χάσκει μπρος στα μάτια του το χάος της ανυπαρξίας του.
Από μακριά, παραδομένος στην αγνότητα του απόλυτου μυστηρίου, του ανεξήγητου “από που” και “προς που”, του ακατανόητου υπάρχειν και του αμόλυντου ζειν, είδα τη φρίκη των υπέροχων επιτευγμάτων του ανθρώπου να τον καταβροχθίζουν. Και τον λυπήθηκα.

Ο Βωμός

 

Στο προάστιο που μεγάλωσα, πολύ κοντά στο πατρικό μου σπίτι ο προ χουντικός δήμαρχος της κοινότητάς μας, (πρώην αξιωματικός του βασιλικού ναυτικού, δεξιός με δημοκρατικό φρόνημα), είχε φτιάξει μια πανέμορφη, μικρή πλατεία. Είχε φτιάξει πολλές πλατείες στο προάστιο, αλλά αυτή, αν και η μικρότερη από τις άλλες, ήταν η πιο όμορφη – κατά γενική ομολογία. Ίσως επειδή απέναντι ακριβώς και δίπλα από το δικό μας σπίτι, έμενε η, επί πολλά χρόνια, κρυφή ερωμένη του, όπως έλεγαν οι – επιβεβαιωμένες αργότερα- φήμες της εποχής. Φτιαγμένη όλη από πανάκριβο πεντελικό μάρμαρο, όμορφα μεγάλα κομμάτια γρασίδι, με τις χαρακτηριστικές πινακίδες «μην πατάτε την χλόην«, στρογγυλές, πολύχρωμες οάσεις με λουλούδια, όπου δέσποζαν τα κόκκινα τριαντάφυλλα, και στο κέντρο ακριβώς, ένα στρογγυλό, μεγαλοπρεπές, πολύχρωμο συντριβάνι που άναβε αδιαλείπτως κάθε βράδυ για να γεμίσει τα παιδικά μας χρόνια πολύχρωμη υγρασία και για να μας θυμίζει πως σε λίγο θα έπρεπε να μαζευτούμε στα σπίτια μας για το δείπνο και την τελετουργία του ύπνου, για την οποία θα σας μιλήσω μια άλλη φορά. Ήταν όπως είπαμε ήδη μια μικρή πλατεία. Απέναντι ακριβώς, ήταν η επίσης μικρή και όμορφη εκκλησούλα του Άη Γιώργη, πνιγμένη μέσα στα πεύκα και τα κυπαρίσσια – και να μην ξεχάσουμε βέβαια, πως στην όμορφη πλατεία υπήρχαν και τέσσερα παγκάκια. Ας πούμε, χάριν της πληρέστερης εικόνας, πως και τα δυο αυτά μέρη, η εκκλησία με τον περίγυρό της και η πλατεία, έπιαναν τρία οικοδομικά τετράγωνα. Λιγότερο, μπορεί, περισσότερο αποκλείεται. Αυτά τα τρία περίπου οικοδομικά τετράγωνα ήταν για μας όλος ο κόσμος, την εποχή που έλαβε χώρα η ιστορία που θα σας αφηγηθώ.

 

Πάντα, οποιαδήποτε ώρα κι αν σε έφερνε ο δρόμος σου προς τα κει, όλο και κάποιος θα υπήρχε στην πλατεία. Αλλά ήταν τις απογευματινές και τις πρώτες βραδυνές ώρες, που έσφυζε πραγματικά από κόσμο. Γέμιζε κυρίως από παιδιά, έφηβους και γυναίκες. Εκεί κάναμε ποδήλατο, παίζαμε ποδόσφαιρο, μήλα, κυνηγητό, τρελαίνοντας τον κόσμο με τις φωνές μας και προκαλώντας συχνά την παρέμβαση των γυναικών, που μας έβαζαν στη θέση μας όταν τα ντεσιμπέλ από τις κραυγές μας χτύπαγαν κόκκινο, ή τις σφαλιάρες των μεγαλύτερων παιδιών, όταν ένιωθαν πως ενοχλούνταν από τη φασαρία μας, ή ήθελαν απλώς να δείξουν την μαγκιά τους όταν πέρναγε το κορίτσι που επέλεγαν να φαντασιώνονται κατά την καθημερινή τελετουργία των ηρωικών αυνανισμών τους. Οι άντρες ήταν μαζεμένοι λίγο πιο κάτω, ή λίγο πιο πάνω, αναλόγως το καφενείο της προτίμησης τους. Στο κάτω, που σύχναζε κι ο μπαμπάς μου, πήγαιναν οι απολύτως «στιγματισμένοι» αριστεροί. Στο από πάνω, πήγαιναν οι συμπαθούντες και δημοκρατικοί όπως τους έλεγαν. Υπήρχε κι ένα ακόμα, λίγο πιο μακριά αυτό, που ήταν στέκι για τους καθαρόαιμους εθνικόφρονες. Αλλά από αυτό το καφενείο αποφεύγαμε ακόμα και να περάσουμε από έξω. Θυμάμαι μια μέρα περνώντας από κει με φώναξε ο περιβόητος Γκέκας, πρώην ταγματασφαλίτης, ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής κατά τον εμφύλιο, αλλά και αργότερα, κατά την περιβόητη καραμανλική οκταετία της βίας και της νοθείας, ή όταν τα σωτήρια τανκς έκαναν την εμφάνισή τους στο προάστιό μας και τα στρατιωτικά ρέο σταματούσαν μπροστά στα σπίτια μαζεύοντας κόσμο καθ’ υπόδειξιν του.

 

– Ο γιος του τάδε δεν είσαι συ;

– Μάλιστα κύριε.

-Είσαι εθνικόφρων ή κουμμούνι;

-Δεν ξέρω κύριε.

-(Πάφ! σφαλιάρα.) Τι θα πει δεν ξέρω;

Δεν ξέρω κύριε!

  • Αμ, το μήλο κάτω από την μηλιά θα πέσει. Κοίτα να πεις στον πατέρα σου εκεί στα νησιά που τον στέλνει η πατρίδα για παραθέρι, να γράφει το όνομά του στα βράχια, ώστε αύριο, μεθαύριο που θα σε στείλει κι εσένα η πατρίδα να ξέρεις που πατούσε ο πατέρας σου να πατάς και συ να μη χαθείς! Χα χα χα χα! (Παφ, σφαλιάρα.) Άντε, χάσου τώρα από μπροστά μου παλιοκουμμούνι, που θα μου πεις εμένα, δεν ξέρω κύριε!

 

Όταν άναβε το συντριβάνι στην πλατεία, ίσως και λίγο αργότερα, που ο κόσμος άρχιζε σιγά, σιγά να αραιώνει και ακούγονταν οι πρώτες φωνές των μανάδων που καλούσαν τα αργοπορημένα τέκνα (Γιώργο! Γιάννη! Ιάσονα! Νικολάκηηηη!), εκείνη περίπου την ώρα εμφανίζονταν μια φυσιογνωμία, ένα πρόσωπο, μια σκιά, που πήγαινε σε μια γωνιά της πλατείας, συνήθως στα βορινά σκαλοπάτια, κοντά στο παγκάκι που προτιμούσε η δική μας παρέα, καθότανε στην άκρη και ήσυχος, μαζεμένος, αόρατος, έβγαζε το μπουκάλι και έπινε γουλιά, γουλιά το κρασάκι του αποφεύγοντας να κοιτάξει τον οποιονδήποτε, μικρό ή μεγάλο, στα μάτια. Αν κάποιος ωστόσο τον κοιτούσε από κοντά, θα έβλεπε έναν άνθρωπο γύρω στα 50-60, ψηλό, βρώμικο που φορούσε χειμώνα καλοκαίρι μια μακριά στρατιωτική χλαίνη, με ένα πολύ άσχημο πρόσωπο, στη μέση του οποίου εξείχε μια τεράστια, χοντρή, πορώδη μύτη χρώματος μοβ, στην οποία χρώσταγε το παρατσούκλι, ο Μελιτζάνας.

 

Κανείς δεν ήξερε από που είχε εμφανιστεί στο προάστιό μας αυτός ο άνθρωπος. Εμφανίστηκε εντελώς ξαφνικά και έγινε μέρος της καθημερινότητάς μας. Ήταν μια περίεργη φυσιογνωμία που άλλαζε από το φως στο σκοτάδι. Από το πρωί στο βράδυ. Μια μορφή που διαχέονταν αργά στο σκοτάδι και χάνονταν, για να εμφανιστεί το πρωί στις γωνιές των παιδικών μας διαδρομών – συνήθως από το σπίτι μέχρι το σχολείο – ανοίγοντας, με ένα χαμόγελο, που ήθελε να το κάνει να φαίνεται φιλικό και το οποίο μετασχηματίζονταν σε μια άσχημη και αποκρουστική γκριμάτσα, από την ένταση της καύλας και του κινδύνου, τη χλαίνη και αφήνοντας να ξεπροβάλλει περήφανο, χυδαίο και στητό ένα τεράστιο πέος, που το έδειχνε και το έπαιζε μπροστά στα έντρομα, γεμάτα έκπληξη και δέος, ή αδιάφορα μάτια των κοριτσιών της ομάδας. Το πώς αντιμετώπιζαν τα κορίτσια αυτόν τον γραφικό επιδειξία της γειτονιάς μας, θα ήταν μια πρώτης τάξεως μελέτη κοριτσίστικης συμπεριφοράς, αν υπήρχε ο χρόνος, η διάθεση και κυρίως βέβαια η ικανότητα, για να την συντάξει κανείς, – τρεις προϋποθέσεις απολύτως απούσες για τον συγγραφέα αυτού του αφηγήματος. Αρκεί πάντως, για τις ταπεινές ανάγκες αυτής της ιστορίας, να πούμε, ότι υπήρχαν χοντρικά δυο κατηγορίες αντιδράσεων. Μία για όσες το έβλεπαν για πρώτη φορά (τρόμος, έκπληξη, δέος) και μια άλλη για όσες το είχαν δει ξανά και ξανά (δέος, αδιαφορία, περιέργεια). Που όλα συνοδεύονταν από τσιρίγματα, γέλια και φωνές.

 

Όλα αυτά κρατούσαν βέβαια ελάχιστο χρόνο. Γιατί ενώ τα κορίτσια αντιδρούσαν με τον, έστω χονδροειδώς περιγραφόμενο τρόπο, που είδαμε παραπάνω, εμείς, τα αγόρια, αρπάζαμε μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου πέτρες από το δρόμο και τρέχαμε να εκπληρώσουμε το καθήκον μας απέναντι στα κορίτσια, πετροβολώντας, βρίζοντας και γιουχαϊζοντας τον Μελιτζάνα που άρχιζε να τρέχει, βάζοντας ασπίδα πάνω από το κεφάλι του τα χέρια του ενάντια στη βροχή από πέτρες, που έπεφταν καταπάνω του, με το τεράστιο κοντάρι του να προεξέχει από τη χλαίνη, λιγότερο περήφανο από πριν αλλά εξίσου χυδαίο, προκλητικό και παράξενο, σαν το πέος ενός γαϊδουριού βαλμένο αφύσικα πάνω σε ένα ανθρώπινο σώμα. Και έσκιζαν τον αέρα οι πολεμικές μας ιαχές με τα ουουου! τα ουστ ρε! τα ανώμαλεεε! τα ούξου Μελιτζάνα! και άλλα πολλά. Ήταν βέβαια γνωστό σε όλους στη γειτονιά πως ο Μελιτζάνας έδειχνε, αλλά δεν άγγιζε. Το έπαιζε, αλλά δεν πείραζε και δεν επεδίωκε κανενός είδους επαφή με τα κορίτσια. Το βίτσιο του ήταν να το δείχνει, όχι να το δίνει. Γι αυτό ίσως και συνέχιζε να δρα ανενόχλητος – εκτός από κάνα δυο φορές που εμφανίστηκε με εμφανή σημάδια ξυλοδαρμού και μάθαμε πως κάποιοι του «τις είχαν βρέξει» μάλλον προληπτικά, για να μένει εκεί που ήταν και να μην τολμήσει ποτέ να ξεφύγει από το «δείχνω μα δεν αγγίζω».

 

Αυτή η ιστορία με τον Μελιτζάνα κράτησε κάμποσα χρόνια. Και βέβαια δεν ήταν διαρκής. Υπήρχαν μεγάλα διαλείμματα στην επιδειξιακή του δραστηριότητα που μάλλον είχαν να κάνουν με τον καιρό, (όταν έβρεχε ας πούμε το show αναβάλλονταν μέχρι νεοτέρας) με τις απειλές που δέχονταν (που αν ήταν έντονες και άγριες άφηνε ένα μεγάλο διάστημα να περάσει και να ξεχαστεί πριν ξαναδράσει), και προφανώς με τον οίστρο του. Μερικές φορές μάλιστα, χάνονταν και για βδομάδες ολόκληρες. Κάποιοι έλεγαν πως τότε δοκίμαζε την τύχη του σε άλλες περιοχές, αναζητώντας πιο έντονες συγκινήσεις, πιο έκπληκτα άγνωστα μάτια, πιο δυνατές τσιρίδες και φωνές, πιο επικίνδυνα κυνηγητά – γιατί, ακούγαμε παραξενεμένοι και γεμάτοι δέος, να λένε οι μεγάλοι, πως όλα τα πάθη εντείνονται, μεγεθύνονται, επεκτείνονται και ζητάνε όλο και περισσότερο, όλο και πιο πολύ, μέχρι να σε φάνε ζωντανό! (Το πάθος! Τι περίεργη λέξη, πόσο άγρια ζωντανή, πόσο τρομακτική ακουγότανε στα ανίδεα, παιδικά αυτιά μας!)

 

Η ιστορία του Μελιτζάνα κράτησε μέχρι την εφηβεία μας. Στο μεταξύ ο δήμαρχος είχε «παραχωρήσει» θέλοντας και μη τη θέση του σε έναν αγαπημένο του νέου καθεστώτος και συνδαιτυμόνα του Γκέκα, ο οποίος είχε την φαεινή ιδέα να αλλάξει τα κόκκινα τριαντάφυλλα της πλατείας με λευκά και ροζ για προφανείς λόγους· μερικοί από μας λάβαιναν και πάλι γράμματα από τους πατεράδες τους, από τα όμορφα ξερονήσια του Αιγαίου, και η πλατεία είχε γίνει κέντρο διακίνησης παράνομων βιβλίων, δίσκων και προκηρύξεων. Τώρα μέναμε πιο αργά συζητώντας όσα διαβάζαμε, καπνίζοντας τα πρώτα μας τσιγάρα και σιγομουρμουρίζοντας τραγούδια που δεν έπρεπε να ακουστούν ή παίζοντας στις κιθάρες μας και τραγουδώντας στη διαπασών τραγούδια που δεν έπρεπε να ακούγονται, αλλά ο Γκέκας και η παρέα του δεν ήταν σε θέση να καταλάβουν το γιατί. Δίπλα μας κάθε βράδυ, κοινωνός της εφηβικής ανησυχίας μας, των ερώτων και των προβληματισμών μας, αλλά και συχνά πυκνά επίκεντρο της καζούρας μας, μια τεράστια μοβ μύτη, που τέλειωνε αργά το μπουκάλι της και έπεφτε σε έναν βαθύ ύπνο στο γρασίδι, μέχρι που έφευγε και η τελευταία ανθρώπινη ύπαρξη από την πλατεία και έπαιρνε τη θέση του στο παγκάκι μας, όπου και κοιμότανε μέχρι το πρώτο φως της ημέρας. Γιατί ακόμα και τις κρύες νύχτες του χειμώνα, ο Μελιτζάνας προτιμούσε την ζεστασιά που άφηναν πίσω τους τα ανθρώπινα σώματα στην πλατεία, από την κρύα μοναξιά της άθλιας παράγκας στο βάθος μιας μάντρας οικοδομικών υλικών, που του είχε παραχωρηθεί ως κατοικία, με αντίτιμο την επίβλεψη και φύλαξή της.

 

Ήταν σίγουρα Νοέμβρης. Ένας γλυκός και ανήσυχος Νοέμβρης. Η πλατεία αναριγούσε από την κάψα των ερώτων μας, αλλά και την έξαψη και την αδημονία μας. Έφταναν ως τα αυτιά μας ειδήσεις και στα χέρια μας παράνομα έντυπα, που μαρτυρούσαν πως κάτι ετοιμάζονταν. Μια φωτιά που σιγόβραζε, έμοιαζε τώρα να φουντώνει. Κάτι θα γινότανε σίγουρα και το περιμέναμε πώς και πώς. Το ίδιο κι οι ασφαλίτες, που είχαν πυκνώσει τις περατζάδες τους από την πλατεία και μας τραβολογούσαν στο τμήμα για ψύλλου πήδημα, (εξακρίβωση στοιχείων σου έλεγε ο αρχιασφαλίτης Θύμιος, που είχε έρθει πάνω από δέκα φορές στο σπίτι σου για να συλλάβει τον πατέρα σου και σε ήξερε ήδη από το σπέρμα του πατέρα σου και το ωάριο της μάνας σου!), κι ο Γκέκας είχε γίνει πιο επιθετικός και επικίνδυνος, ιδιαίτερα μετά από κείνη τη νύχτα που τον ξεμονάχιασαν τρία παλληκάρια με κάλτσες στο κεφάλι και τον έσπασαν στο ξύλο στέλνοντάς τον για τρεις μήνες στο νοσοκομείο.

 

Ήταν ένας γλυκός και ανήσυχος Νοέμβρης. Φύγαμε αργά εκείνο το βράδυ από την πλατεία. Το θέμα της συζήτησης ήταν ο αναβρασμός στα πανεπιστήμια και κυρίως στη Νομική και μετά το «Ζ» του Βασιλικού και ο Λαμπράκης, που οι κάπως μεγαλύτεροι από μας τον θυμούνταν που περνούσε από τις παρυφές της γειτονιάς μας στη Λεωφόρο Μεσογείων, στον Μαραθώνιο της Ειρήνης του. Ο Μελιτζάνας είχε αποκοιμηθεί από ώρα. Δίπλα του, το άδειο μπουκάλι, ευχαριστημένο κι απόψε για τον τρόπο που το τίμησε ο αγαπημένος του σύντροφος. Νωρίτερα ο Φώτης του είχε υποσχεθεί πως αν έπεφτε η χούντα, θα τον έβγαζε βόλτα όρθιο πάνω στο μηχανάκι του με τη σημαία να ανεμίζει στο «κοντάρι» του και να τον καμαρώνει όλος ο γυναικείος πληθυσμός της Αθήνας. Εκείνος τον άκουσε όπως πάντα σιωπηλός με τα μάτια χαμηλά, τυλιγμένος αιώνια σε εκείνη την απέραντη ντροπή και κούνησε ελαφρά το κεφάλι του. Φύγαμε και εκείνος σύρθηκε ως το παγκάκι που ζέσταιναν όλο το βράδυ τα εφηβικά μας κορμιά, τυλίχτηκε όσο πιο σφιχτά μπορούσε την μυρωδιά μας και κοιμήθηκε για πάντα. Το πρωί τον βρήκαν κοκαλωμένο. Δεν έχω ιδέα ποιος τον μάζεψε, που τον πήγαν, αν τον διάβασε παπάς, αν υπήρχε κανείς στην κηδεία του, αν κηδεύτηκε και που. Την άλλη μέρα όμως υπήρχε μια μεγάλη θλίψη στην πλατεία. Μας έλειπε ο Μελιτζάνας. Κι ήταν εκείνη τη μέρα, στις 10 Νοεμβρίου του 1973, λίγες μόνο μέρες από τη μέρα που θα άλλαζε για πάντα τη ζωή μας, που ο Μηνάς πήρε το σουγιαδάκι του, πήγε στο απέναντι παγκάκι και σκάλισε έναν τεράστιο φαλλό, αντάξιο του γιγάντιου φαλλού του Μελιτζάνα κι έγραψε από κάτω: Ο Μελιτζάνας «Ζ».

 

Το παγκάκι εκείνο το ονομάσαμε «Ο Βωμός του Μελιτζάνα». Κάθε φορά που ετοιμάζονταν να καθίσουν πάνω στον τεράστιο, σκαλιστό φαλλό, τα ανυποψίαστα κορίτσια με τα μίνι, τα σορτσάκια και τα κολλητά παντελόνια τους, γνέφαμε πονηρά, σκουντώντας ο ένας τον άλλο και λέγαμε πως σήμερα ο Μελιτζάνας έχει την τιμητική του! Έχει πράγματι ενδιαφέρον να σκεφτεί κανείς πόσα κωλαράκια, κώλοι και κωλάρες τίμησαν και τιμούν χρόνια τώρα τον Μελιτζάνα, αναπαυόμενα ανυποψίαστα στον σκαλιστό φαλλό του, σε αυτή την παρακμιακή πλέον πλατεία, σε ένα από τα φθίνοντα προάστια του κλεινού μας άστεως. Όπως σας είπα, δεν έχω ιδέα που τον παραχώσανε μετά τον θάνατό του, αλλά είμαι σίγουρος, όπου κι αν βρίσκεται, πως η μετά θάνατον ζωή του θα είναι πολύ καλύτερη από την προηγούμενη. Κι ελπίζω να έχει συγχωρήσει και να έχει έναν καλό λόγο να πει για εκείνα τα κωλόπαιδα, που του έκαναν μεν τη ζωή πατίνι όσο ζούσε με τα πετροβολητά και την καζούρα τους, αλλά φρόντισαν να τον τιμήσουν – έτσι όπως λίγοι από μας θα τιμηθούν, όταν αποδημήσουμε με το καλό εις Κύριον.

Στα άκρα

ImageΤελικά δεν καταλαβαίνω γιατί εξανίσταται η αριστερά όταν τα τσιράκια του συστήματος και οι κονδυλοφόροι των καναλαρχών μιλούν για τη θεωρία των άκρων. Φυσικά οι πάντες καταλαβαίνουν πως όταν ξαφνικά το πτωχευμένο πολιτικό σύστημα θυμάται τη θεωρία των άκρων, το κάνει για να τρομάξει τους διαρκώς και ακατάπαυστα φοβισμένους νοικοκυραίους. Σε αυτή την περίπτωση όμως δικαιούται κάποιος να θέσει το ερώτημα: και τι στο διάολο ζητά η αριστερά από τους νοικοκυραίους; Τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι; Και πόσο κατοικίδια επιτέλους πρέπει να γίνει αυτή η αλεπού για πάει στο παζάρι;

Αλλά άλλο είναι που θέλω να πω. Για τη θεωρία των άκρων. Υπάρχουν τελικά αυτά τα δύο άκρα, όπως υποστηρίζουν με θέρμη τώρα τελευταία οι κονδυλοφόροι του πτωχευμένου πολιτικού κατεστημένου, ή δεν υπάρχουν όπως ανεπιτυχώς θέλει να μας πείσει η αριστερά;

Κατά τη γνώμη μου υπάρχουν όπως υπήρχαν πάντα. Στην κατοχή ας πούμε, ήταν στο ένα άκρο εκείνοι που συνεργάζονταν με τον κατακτητή, οι γνωστοί γερμανοτσολιάδες, η ομάδα Χ, κλπ και στο άλλο άκρο ήταν αυτοί που έπαιρναν ενεργά μέρος στην Αντίσταση διακινδυνεύοντας τη ζωή τους για την ελευθερία της πατρίδας τους. Στο ένα άκρο ήταν κυρίως δεξιοί, στο άλλο άκρο κυρίως αριστεροί. Και ενδιάμεσα οι πολλοί: οι νοικοκυραίοι. Που βολεύονταν όπως, όπως, που ακούγανε την μπότα του κατακτητή και κλείνανε πόρτες και παράθυρα και περίμεναν τον ελευθερωτή.

Στη διάρκεια του εμφυλίου επίσης υπήρχαν τα δύο άκρα. Από τη μια οι γερμανοτσολιάδες που πλέον υποστηρίζονταν από το επίσημο κράτος και τις ξένες δυνάμεις, από την άλλη οι πρώην αντιστασιακοί. Και ενδιάμεσα οι πολλοί: οι νοικοκυραίοι. Που βολεύονταν όπως, όπως, μέναν ουδέτεροι και αμέτοχοι και περίμεναν τον νικητή.

Μετά τον εμφύλιο επίσης υπήρχαν τα δύο άκρα. Από τη μια το δεξιό άκρο που διαφέντευε και τρομοκρατούσε τις πόλεις και τα χωριά υποχρεώνοντας ακόμα και τα δέντρα να γίνουν ψηφοφόροι του και από την άλλη το αριστερό άκρο που έκανε διακοπές σε φυλακές και ξερονήσια. Και ενδιάμεσα οι πολλοί: οι νοικοκυραίοι που κοίταζαν τη δουλίτσα τους, βόλευαν τα παιδιά τους στο δημόσιο και καταδίκαζαν τα άκρα.

Κατά τη διάρκεια της χούντας επίσης υπήρχαν τα δύο άκρα. Το ένα άκρο επειδή βαρέθηκε να ανακαλύπτει καινούργια δέντρα και να τα βαπτίζει ψηφοφόρους αποφάσισε να κατεβάσει τα τανκς και να τελειώνει μια και καλή με τη φάρσα της δημοκρατίας κι έγινε επίσημα κυβέρνηση με το έτσι θέλω. Αυτό ήταν το δεξιό άκρο. Το αριστερό άκρο συνέχιζε να απολαμβάνει τις διακοπές του σε φυλακές και ξερονήσια με μπόνους αυτή τη φορά τα βανανιστήρια. Και ενδιάμεσα οι πολλοί: οι νοικοκυραίοι. Που κοίταζαν τη δουλίτσα τους, τα είχαν καλά με τον χωροφύλακα, ευλογούσαν το Θεό για την Ησυχία, Τάξη και Ασφάλεια που τους χάριζε η θεόπεμπτη κυβέρνησις και δεν τους ενοχλούσε κανείς. Αντιθέτως, οι νοικοκυραίοι εκείνη την εποχή γνώρισαν και μια κάποια οικονομική ανάπτυξη – μακριά απ’ τα άκρα!.

Και μετά ήρθε η κακούργα η μεταπολίτευση. Αυτή ήταν σαν ένα μεγάλο καζάνι που τους έβαλε όλους μαζί να βράσουν και κατέληξαν να μοιάζουν σαν ένας χυλός χωρίς άκρα. Όσοι έζησαν εκείνα τα υπέροχα χρόνια γνωρίζουν πως στην Ελλάδα δεν υπήρχαν πλέον δεξιοί (ίσως ούτε και αριστεροί!), δεν υπήρχαν νοικοκυραίοι, βολεψάκηδες, αμέτοχοι, ουδέτεροι, κλπ – υπήρχαν μόνο αντιστασιακοί! Έβλεπες ξαφνικά τον άλλο που σου είχε κόψει για χρόνια την καλημέρα μη τυχόν και κατηγορηθεί για συνοδοιπόρος, τυλιγμένο πλέον σε μια τεράστια πράσινη σημαία να κατηγορεί με πάθος την αριστερά για συντηρητισμό κραυγάζοντας ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο και σοσιαλισμό στις 18!

Και φάγανε και ήπιανε και βολέψανε και βολευτήκανε και γίναν όλοι νοικοκυραίοι. Πού χώρος πια για τα άκρα! Κάτι λίγοι “γραφικοί” κόκκινοι από δω, κάτι κρυμένοι ποντικοί από κει. Γιατί όταν η ακροδεξιά ήταν στα πράγματα είτε ως “εκλεγμένη” κυβέρνηση, είτε ως δικτατορία οι αριστεροί αρνούνταν ακόμα και να υπογράψουν ένα κωλόχαρτο και να πάνε σπίτια τους, όχι να καταδεχτούν να κρύψουν τα πιστεύω τους. Όταν όμως για λίγο χάσαν το παιχνίδι οι (αιωνίως θρασύδειλοι) δεξιοί κρυφτήκαν στις τρύπες τους – ή βαπτίστηκαν κεντροδεξιοί! (Για την ιστορία, είναι αυτοί που αργότερα θα καταδικάσουν τα άκρα και την βία από όπου κι αν προέρχεται…)

Κι έφτασε η στιγμή που τελείωσε το πάρτι. Τέλειωσε κι ο χυλός και ξαναεμφανίστηκαν τα άκρα. Από τη μια οι αρουραίοι που βγήκαν από τα αμπάρια καθώς το πλοίο βουλιάζει κι από την άλλη οι αιώνιοι “γραφικοί”. Από τη μια αυτοί που ονειρεύονται ησυχία, τάξη και ασφάλεια με φυλακές και εξορίες και από την άλλη αυτοί που ενδομήντα χρόνια τώρα ονειρεύονται μια ανεξάρτητη, δημοκρατική χώρα και μια δίκαιη κοινωνία.

Και ενδιάμεσα οι πολλοί: οι νοικοκυραίοι. Που άλλη μια φορά περιμένουν να χειροκροτήσουν τον νικητή.

Το τρένο

Image

Το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ ήταν, φαντάζομαι, ένα σημαντικό γεγονός για τα μέλη και τα στελέχη του. Είμαι σίγουρος πως κάνοντας την απαραίτητη εις βάθος ανάλυση η ηγεσία και τα στελέχη του κατέληξαν στο συμπέρασμα πως το να μετατραπεί ο ΣΥΡΙΖΑ σε κάτι άλλο από αυτό που ψήφισε το 27% του ελληνικού λαού (από μια σύμπραξη κομμάτων, οργανωμένων ομάδων και κοινωνικών κινημάτων δηλαδή κάτω από μία κοινή ομπρέλα, σε ένα ενιαίο “κανονικό” κόμμα) ήταν πολύ σημαντικό για την πορεία του κόμματος.

Το ίδιο αυτό γεγονός φυσικά άφησε παγερά αδιάφορο τον ελληνικό λαό, όπως παγερά αδιάφορο τον αφήνει και κάθε συνέδριο, του κάθε κόμματος. Αν η προσωπική εμπειρία και οι συναναστροφές με απλό κόσμο μπορεί να οδηγήσει σε συμπεράσματα, η δική μου εντύπωση είναι πως για τον κόσμο που υποφέρει και πεινά όπως λέει το τραγούδι “χέστηκε η φοράδα στ’ αλώνι” αν ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε ενιαίο κόμμα.

Αν υπάρχει κάτι που ενδιαφέρει έναν κόσμο που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο είτε κοιτάζει κατευθείαν προς τον ΣΥΡΙΖΑ, είτε λοξοκοιτάει κι αναρωτιέται αν θα πρέπει να τον ψηφίσει δίνοντας του την ευκαιρία να κυβερνήσει – αυτό που ενδιαφέρει τον κόσμο είναι αν τελικά το συνέδριο έδωσε απαντήσεις σε καίρια ζητήματα που τον αφορούν άμεσα.

Σε αυτά τα ζητήματα φοβάμαι πως το συνέδριο δεν μας έκανε σοφότερους.

Ή μήπως μας έκανε; Από μια άποψη το συνέδριο επιβεβαίωσε και ξεκαθάρισε τον σοσιολδημοκρατικό, συστημικό χαρακτήρα της πολιτικής του νέου κόμματος και την πίστη του στην Ευρώπη και το ενιαίο της νόμισμα. Όσοι πίστεψαν πως είχαν να κάνουν με ένα κίνημα που εξέφραζε τη ριζοσπαστική αριστερά – μια αριστερά δηλαδή ικανή να ανατρέψει όχι την φιλελεύθερη πολιτική αλλά και να αλλάξει τις δομές του συστήματος (μια αντισυστημική αριστερά δηλαδή) θα πρέπει να περιμένουν το επόμενο τρένο.

Αυτό τρένο οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στις ράγες που έχει στρώσει το σύστημα για να διαβεί αλώβητο την κρίση. Τουλάχιστον αυτό δείχνει η πορεία που έχουν χαράξει οι μηχανοδηγοί του.

Φυσικά δεν είναι μικρή η ελπίδα που εμπεριέχει ακόμα η δυνατότητα διακυβέρνησης της χώρας από ένα αριστερό κόμμα. Και μόνο η υπόσχεση για τον εκδημοκρατισμό και την αποφασιστοποίηση της δημόσιας ζωής είναι αρκετή για να πειστεί κάποιος να δώσει την έγκριση και την ψήφο του σε μια κυβέρνηση της αριστεράς με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ. Ελπίζοντας ταυτόχρονα πως η ίδια η ζωή, η βίαιη σύγκρουση με την πραγματικότητα θα οδηγήσει την παραπαίουσα ηγεσία αυτού του κόμματος σε μια ριζοσπαστικοποίηση, όταν θα βρεθεί μπροστά στο δίλημμα να προχωρήσει ή να οπισθοχωρήσει.

Και τότε το τρένο μπορεί να αλλάξει πορεία. Αμήν!

Νόστος

Image

Το σπίτι μας με τα μεγάλα δέντρα που σκαρφάλωναν

όνειρα παιδιών και κρέμονταν κρυφά φιλιά

από τα κλαδιά τους σαν λεμόνια, δεν μας μιλάει πια

έγινε πολυκατοικία και στεγάζει ξένες ζωές, άλλα όνειρα.

Οι ψυχές που φυλάγαμε στα άδεια δωμάτια ξεχάστηκαν

σφραγίσαμε και το παλιό πηγάδι, να μη βουίζουν μέσα του

οι παλιές στιγμές.

Οι γειτονιές που πότισε ο ιδρώτας της εφηβείας μας – η άλλη ζωή

γίνανε λεπτομέρεια ασπρόμαυρης φωτογραφίας.

Όταν κοιτάμε ψηλά τις κορυφές των βουνών, τον ουρανό

ψάχνοντας στις γερασμένες πικροδάφνες

και τις σκονισμένες από το χρόνο νεραντζιές

βρίσκουμε τη χαμένη πατρίδα της εφηβείας μας –

όταν χαμηλώνουμε τα μάτια μας, είμαστε ξένοι

Μόνο σαν πλησιάζουμε στη θάλασσα

τα κύματα σαν ήμερα σκυλιά μυρίζουν τα πόδια μας,

κουνάνε χαρούμενα την ουρά τους – μας θυμούνται!

Στα βράχια ακόμα μένει η κρατημένη ανάσα και τα πέλματα

απ’ τις βαθιές βουτιές μας στο βυθό του χρόνου –

σε σκόρπια, σπασμένα αγάλματα, ο νόστος

μιας άλλης ζωής, μέσα στον άλλο κόσμο, τον μακρινό

κι ανεξερεύνητο.

Το όνομα της πόλης μας είναι νοσταλγία

όλα τα άλλα ξένα – και πιο πολύ, οι φίλοι μας.

Κραυγή

Image

«Μη του μιλάτε είναι άνεργος

τα χέρια στις τσέπες του σαν δυο χειροβομβίδες» Ν.Κ.

 

Φωλιάζει άγρια φωνή μέσ’ του θυμού την κοίτη

ξυπνάει τα χαράματα στου φεγγαριού τη χάση

σκίζει στα δυο τον ουρανό κραυγή τρελού Προφήτη

και καμακώνει άγαρμπα το φως και σκοτεινιάζει

 

του αδικημένου η οργή είναι τυφλό μαχαίρι

καραδοκεί μέσ’ τη σιωπή στα σκοτεινά λουφάζει

έχει στα μάτια θάνατο το ριζικό στο χέρι

και στην καρδιά του ένα θεριό που τον κατασπαράζει

 

στα ορυχεία της ψυχής μέσ’ τα βαθιά λαγούμια

του άδικου τα φαντάσματα σκάβουν βαθιά το ρίγος

και κρύβουνε τον όλεθρο σε σκοτεινά μπουντρούμια

 

καραδοκεί μέσ’ τη σιωπή που αργοκεντάει το πλήθος

σαν βόμβα κάνει να εκραγεί κι αν σκάσει στα τραγούδια

θα γίνει λάβα η μουσική και κεραυνός ο στίχος

Ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε!

Image

Το πώς αντιμετωπίζει κανείς τόσο το θέμα της ΕΡΤ όσο και θέματα που αφορούν ευρύτερα την περιβόητη «αναδιάρθρωση του δημόσιου τομέα» και του κοινωνικού κράτους, καθορίζεται από το αξιακό σύστημα που ενστερνίζεται ο καθένας μας. Αν παραδείγματος χάριν η έννοια του κέρδους και της αγοράς βρίσκεται ψηλά στον αξιακό σου χάρτη, είναι βέβαιο πως τόσο τα ζητήματα δημοκρατίας που εγγείρονται από το χειρισμό του Σαμαρά στο θέμα της ΕΡΤ, όσο και η συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους πολύ λίγο σε απασχολούν – και οφείλουν να σε απασχολούν λίγο.

Γενικά όσοι πιστεύουν στην αγορά και στο κέρδος γνωρίζουν πολύ καλά κατά βάθος πως η Δημοκρατία δεν είναι παρά ένα (μη) αναγκαίο κακό. Ξέρουν πως η αστική Δημοκρατία είναι ένα ακριβό, χρονοβόρο και περίπλοκο πολιτικό σύστημα. Απαιτεί κόστος για να λειτουργήσει, απαιτεί χρόνο για να εμπεδωθούν και να γίνουν αποδεκτές από τους πολίτες οι όποιες απαραίτητες, ή μη αλλαγές και περίπλοκες διαδικασίες επικύρωσης και νομιμοποίησης. Σε αντίθεση με τη Δημοκρατία, η δικτατορία είναι απλή, φτηνή, ευέλικτη και γρήγορη. Αποφασίζομεν και διατάσομεν. Ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε.

Δεν είναι και δεν μπορεί φυσικά να εκλειφθεί ως τυχαίο το γεγονός πως το καλύτερο, ταχύτερο, αποδοτικότερο, με όρους οικονομίας της αγοράς, και πιο ολοκληρωμένο μοντέλο επιβολής νεοφιλελεύθερων πολιτικών (αυτών που χάριν προπαγάνδας ονομάζουμε μεταρρυθμίσεις) είναι το μοντέλο διακυβέρνησης του Πινοσέτ της Χιλής, του αγαπημένου φίλου μεταρρυθμιστή της Μάρφκαρετ Θάτσερ. Ο μεταρρυθμιστής αυτός χασάπης, εφάρμοσε το πιο εκταταμένο και επιτυχημένο μοντέλο ιδιωτικοποιήσεων αφανίζοντας απλώς από προσώπου γης όσους αμφισβητούσαν τους νόμους της αγοράς και τους θεούς του κέρδους, ιδιωτικοποιώντας ακόμα και το νερό που πίνει ο κοσμάκης.

Είναι σαφές πως ο καλύτερος, πιο γρήγορος και φτηνότερος τρόπος για να προχωρήσει κανείς με τις “μεταρρυθμίσεις”,  είναι να καταργήσει τη Δημοκρατία. Αυτό το κοστοβόρο, χρονοβόρο και περίπλοκο πολιτικό σύστημα. Αυτό το γνωρίζει και ο Σαμαράς και οι δανειστές, οι οποίοι έχοντας επιτύχει αναίμακτα να καταργήσουν εν μία νυκτί κάθε έννοια εθνικής ανεξαρτησίας, έχοντας επιτύχει επίσης αναίμακτα την παράδοση ανευ όρων μέσω της εξαθλίωσης μισθών και της ανεργίας εκατομμυρίων εργαζομένων που προσέρχονται οικειοθελώς και με τα χέρια ψηλά στον Καιάδα του απόλυτου ευτελισμού του δικαιώματος εργασίας και της αξίας της εργασίας τους, έχει ανοίξει η όρεξή τους και ζητούν πλέον όχι μόνο ανθρωποθυσίες με μαζικές απολύσεις, αλλά και άμεση κατάργηση των χρονοβόρων διαδικασιών του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Ειλικρινά δεν καταλαβαίνω γιατί άλλη μια φορά έπεσαν από τα σύννεφα οι αγαπητοί συμπολίτες της ρακένδυτης Ελληνικής Δημοκρατίας μας με την ΠΝΠ της τρικοματικής κυβέρνησης με την οποία καταργείται η ΕΡΤ. Μήπως ζουν στον Άρη; Σε άλλο γαλαξία ίσως; Δεν έχουν πάρει χαμπάρι μήπως πως τα τελευταία χρόνια η Βουλή είναι ένας σχεδόν διακοσμητικός θεσμός παρόμοιος σε δύναμη και εκτόπισμα με αυτόν του Προέδρου της Δημοκρατίας όπου όπως εκείνος υπογράφει χωρίς να ελέγχει τη βροχή των προεδρικών διαταγμάτων μέσω των οποίων νομοθετεί η εξουσία, εκείνη έρχεται απλώς να τα επικυρώσει; Ή μόλις τώρα κατάλαβαν τι συμβαίνει; Ή μήπως το μαύρο της οθόνης είναι απεχθέστερο από τη μαύρη και άραχνη και απάνθρωπη και ανθρωποφάγα και εξευτελιστική μαύρη τρύπα του ενάμιση εκατομμυρίου ανέργων; Ή είναι απεχθέστερη από την επιστράτευση των καθηγητών και των άλλων απεργών;

Το ελληνικό πολιτικό σύστημα κινείται τα τελευταία τρία χρόνια στα όρια του κοινοβουλευτισμού και της δημοκρατίας γέρνοντας επικίνδυνα προς τον αυταρχισμό και μια ιδιότυπη δικτατορία. Αλλά αυτό για όσους πιστεύουν στην ελεύθερη αγορά και το κέρδος δεν είναι πρόβλημα. Αρκεί να γίνεται η δουλειά. Εύκολα, γρήγορα και απλά. Ψεκάστε, σκουπίστε τελειώσατε. Ξεκινάς με ΠΝΠ και ολοκληρώνεις με εξαφανίσεις, εκτοπίσεις, δολοφονίες και βασανιστήρια. Αρκεί να τελειώσεις τη δουλειά γρήγορα και να αφήσεις κάποιο κέρδος.    

Τικ, τακ

Image
Δεν γνωρίζω αν θα υπάρξει ένα σημείο καμπή που θα κατανοήσουν οι ανεγκέφαλοι του ΣΥΡΙΖΑ πως αν συνεχίσουν να παριστάνουν την αξιωματική αντιπολίτευση που δρα ως τέτοια σε περίοδο πολιτικής και κοινωνικής (κυρίως) ομαλότητας και όχι σε περίοδο κοινωνικής και πολιτικής ανωμαλίας, θα χάσουν για πάντα το παιχνίδι.
Σε μια χώρα που ζει κάτω από συνθήκες ΠΟΛΕΜΟΥ, με μια κοινωνία που σπαράσσεται και εξαθλιώνεται, η αυτοπροσδιοριζόμενη ως αριστερή, ριζοσπαστική αξιωματική αντιπολίτευση περιορίζει τη δράση της σε εξυπνακίστικες απαντήσεις στις απολύτως ΗΛΙΘΙΕΣ δηλώσεις του πιο αστείου κυβερνητικού εκπροσώπου που γνώρισε ποτέ ο τόπος και σε γενικές καταγγελίες, αφορισμούς και νερόβραστες απειλές πως θα καταργήσει όλες τις αντιλαϊκές νομοθετήσεις και αποφάσεις όταν γίνει κυβέρνηση!
Και χέστηκε η φοράδα στ’ αλώνι!
Καταλαβαίνω πως όταν κάποιος δεν ζει κυριολεκτικά τα βάσανα του άλλου, όταν ο ίδιος δεν είναι άνεργος, δεν χάνει το σπίτι του, δεν φεύγουν τα παιδιά του μετανάστες, δεν στήνεται στην ουρά για μια τσάντα τρόφιμα, καταλαβαίνω πως όσο και αν καταννοεί το πρόβλημα δεν μπορεί να το ζήσει με την ίδια ένταση που το ζει αυτός που βιώνει αυτές τις καταστάσεις. Ο χρόνος για τον βολεμένο κυλάει με άλλο ρυθμό από το χρόνο του απελπισμένου. Και τότε ο συγχρονισμός χάνεται.
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ έχει όλο το χρόνο μπροστά της να προετοιμάζει συνέδρια, να σχεδιάζει τη στρατηγική της (λέμε τώρα) ίσως και να περιμένει υπομονετικά και χωρίς να αναλαμβάνει κανένα ρίσκο να πέσει το σάπιο φρούτο από το δέντρο και να της σερβίρει ο ελληνικός λαός την κυβέρνηση στο πιάτο.
Η ελληνική κοινωνία όμως δεν έχει αυτή την πολυτέλεια. Ο χρόνος, πολιτικός και πραγματικός έχει συμπιεστεί επικίνδυνα και ακούγεται ήδη το τικ, τακ της ωρολογιακής βόμβας. Μιας βόμβας που θα σκάσει στα χέρια όλων μας.

Ο Ζάλογγος και η Πόλη

ImageΕίναι γνωστό πως όσο ο άνθρωπος γερνάει, τόσο το ενδιαφέρον του στρέφεται προς το παρελθόν. Κατακλύζεται από αναμνήσεις και ζει ξανά και ξανά στιγμές της νιότης του και της παιδικής του ηλικίας. Θυμάται με απέραντη νοσταλγία ακόμα και τα άσχημα περιστατικά της ζωής του, ενώ όταν τα περιγράφει τα μάτια του γυαλίζουν από χαρά και συγκίνηση και η διήγηση του τελειώνει πάντα με έναν βαθύ αναστεναγμό και την κλασική ρήση: Αχ! αναστενάζει ο γέροντας, περασμένα μεγαλεία διηγώντας τα να κλαις.

Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει σε όλους τους γερασμένους οργανισμούς. Όπως ακριβώς ο γέροντας παύει να ασχολείται με το παρόν, που του φαίνεται όχι μόνο ανούσιο, αλλά και βασανιστικό (λογής αρρώστιες, πίεση, φάρμακα, γιατροί, πιθανές ασθένειες) και το μέλλον πιο ζοφερό ακόμα από το παρόν, έτσι συμβαίνει και με τις γερασμένες κι ετοιμοθάνατες κοινωνίες.

Η ελληνική κοινωνία, βαθιά άρρωστη για πολλά χρόνια, με έναν γερασμένο και καταθλιπτικό πληθυσμό, είναι φυσικό να παρουσιάζει όλα τα συμπτώματα ενός οργανισμού σε σήψη. Όπως ο γέρος, που ανίκανος να ονειρευτεί ένα ελπιδοφόρο μέλλον και να διαχειριστεί ένα αξιοπρεπές παρόν, καταφεύγει σε ονειροπολήσεις ενός αμφιβόλου ποιότητας εξευμενισμένου παρελθόντος, έτσι και η γερασμένη ελληνική κοινωνία μη μπορώντας να διαχειριστεί το παρόν, καταφεύγει στη στοργική αγκάλη ενός ηρωϊκού και ένδοξου παρελθόντος.

Για τον Έλληνα δεν έχει καμιά σημασία το γεγονός πως σήμερα λειτουργεί ως ραγιάς, σαν τον χαρακτήρα δηλαδή που μισεί περισσότερο στις ιστορίες του παρελθόντος. Λίγο τον νοιάζει αν τον κυβερνούν προσκυνημένοι και ανίκανοι κυβερνήτες που έχουν εκχωρήσει και το τελευταίο ψήγμα εθνικής ανεξαρτησίας σε κερδοσκόπους και δανειστές. Αντέχει όπως φαίνεται να ζει σαν σκλάβος, άνεργος και χωρίς ελπίδα για αυτόν και τα παιδιά του. Αλλά προς Θεού! Δεν θα επιτρέψει σε κανέναν να αγγίξει και να μειάνει το ηρωϊκό και ένδοξο παρελθόν του!

Χθες βγήκαν τα μαχαίρια για την Πόλη, σήμερα για τον Χορό του Ζαλόγγου. Από τη μια οι κολλημένοι στην ιστορία που άκουσαν από τα χείλη των γονιών και των δασκάλων τους (αληθινή, ψεύτικη, μύθος ή πραγματικότητα, άσχετο) και από την άλλη οι ανελέητοι αναμορφωτές, οι προοδευτικοί πάσης φύσεως και αποφύσεως. Οι ταλιμπάν της συντήρησης, ενάντια στους ταλιμπάν του διαφωτισμού. Να κονταροχτυπιούνται πάνω στο θνήσκον σώμα της χώρας για το αν η ιστορία της Κερκόπορτας ήταν αληθινή, ή αν οι Σουλιώτισσες χόρεψαν το χορό του Ζαλόγγου!

Οι μεν να προσπαθούν να κρύψουν πίσω από ένα ένδοξο παρελθόν τα κουρέλια που ντύνουν το παρόν του και οι δε χαιρέκακα να τους τραβάν το παραβάν να δουν ντε και καλά πως και στο παρελθόν κουρέλια ήταν τα παλάτια τους. Φυσικά καμιά πλευρά δεν συνειδητοποιεί πως όλη αυτή η πολεμική δεν είναι τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από την αγωνιώδη προσπάθεια και των δύο πλευρών να κρύψουν πίσω από ένα καινούργιο παραβάν (δήθεν πατριωτισμού οι μεν, δήθεν διαφωτισμού οι δε) την απόλυτη ανικανότητα τους να διαχειριστούν το παρόν και να παράγουν ιδέες και επιχειρήματα για το μέλλον.

Η αλήθεια είναι πως σε δύσκολες ιστορικά στιγμές οι “μύθοι” αυτοί βοήθησαν ώστε να υψωθεί το καταρρακωμένο ηθικό αυτού του λαού, άρα λειτούργησαν θετικά. Αν η στιγμή είναι κατάλληλη για να καταρριφθούν τώρα που άλλη μια φορά το ηθικό βρίσκεται στα Τάρταρα, ας το κρίνει ο καθένας από το μετερίζι του. Το γεγονός πάντως πως η συζήτηση ξεκινά μέσα από τους κόλπους μιας δήθεν αριστεράς που συμμετέχει ανερυθρίαστα στο ξεπούλημα της χώρας σε αγαστή κυβερνητική συνεργασία με την πιο μισαλόδοξη ακροδεξιά, ας προβληματίσει όποιον θέλει να προβληματιστεί.

Η κρυφή γοητεία της κοπρολαγνείας

Image

Ο ντόρος που γίνεται το τελευταίο διάστημα με τη Χρυσή Αυγή είναι πολύ μεγάλος για να είναι τυχαίος. Αν αναλογιστεί κανείς πως στην ουσία δεν περνάει ούτε μέρα χωρίς να υπάρχει έστω και μία αναφορά σε αυτό το μόρφωμα, θα καταλάβει πως μιλάμε για ένα φαινόμενο που δεν μπορεί να το προσπεράσει κανείς εύκολα.

Όλος αυτός ο ντόρος μπορεί να έχει δύο ερμηνείες. Ή ότι το σύστημα προμοτάρει ανερυθρίαστα τη φασιστική αυτή οργάνωση ποντάροντας πάνω της όλα του τα χαρτιά για να ανακόψει την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ (της Αριστεράς) προς την εξουσία, ή ότι υπάρχει ένα ορμητικό κοινωνικό ρεύμα που οδεύει με βήμα ταχύ προς τον φασισμό και αυτό το ρεύμα δεν μπορεί να ανακοπεί με τίποτα.

Η γνώμη μου είναι πως ισχύουν και τα δυο. Υπάρχει ένα μεγάλο κομμάτι του ελληνικού λαού που εκφασίζεται ραγδαία και αυτό το φαινόμενο εξυπηρετεί υπέροχα το διαφθαρμένο πολιτικό σύστημα που το προμοτάρει ανάλογα. Στο παιχνίδι αυτό συμμετέχει χωρίς να το καταλαβαίνει και το λεγόμενο αντιφασιστικό κίνημα, ένα κίνημα που στη μεγάλη του πλειοψηφία δρα κυρίως καταγγελτικά, δίνοντας βήμα και διέξοδο στον βόθρο να βγει στην επιφάνια και στα φώτα της δημοσιότητας.

Εδώ καλό είναι να υπογραμμίσουμε πως όποιος συνεχίζει ακόμα να πιστεύει πως “ξεσκεπάζοντας” την πραγματική φύση αυτού του μορφώματος, αποδεικνύοντας δηλαδή με στοιχεία και ντοκουμέντα τη ναζιστική του ιδεολογία, το χτυπάει και το αποδυναμώνει πλανάται πλάνην οικτράν. Η ελληνική κοινωνία γνωρίζει είτε συνειδητά, είτε ενστικτωδώς πολύ καλά περί τίνος πρόκειται και το κομμάτι εκείνο που το ακολουθεί, το στηρίζει και το ψηφίζει το κάνει απολύτως συνειδητά γνωρίζοντας πως υποστηρίζει, ακολουθεί και ψηφίζει ένα φασιστικό, δολοφονικό, τρομοκρατικό μόρφωμα.

Είναι πιθανόν ένα μεγάλο τμήμα του κόσμου της αριστεράς, παρασυρμένο ίσως από ρομαντικές ιδέες περί εκείνου του “ηρωϊκού” λαού που πολέμησε και νίκησε τον φασισμό, να αδυνατεί να πιστέψει πως αυτός ο ίδιος λαός σήμερα μπορεί με τόση ευκολία να ασπαστεί τη φασιστική ιδεολογία. Συνεχίζει να πιστεύει πως ο κόσμος έχει παρασυρθεί από το δήθεν αντισυστημικό προσωπείο της Χρυσής Αυγής και δεν έχει καταλάβει περί τίνος πρόκειται και πως αν τον ενημερώσουν επαρκώς με καθημερινές παρεμβάσεις που σκοπό έχουν να αναδείξουν το άσχημο και βρωμερό πυθμένα του βούρκου, οι παραπλανηθέντες θα ανανήψουν και θα αποστρέψουν το πρόσωπο από τον σατανά. Τι απλοϊκότης!

Στη φάση που βρίσκεται αυτή τη στιγμή το φασιστικό κίνημα στην Ελλάδα, κάθε προβολή, θετική ή αρνητική (με την αρνητική να το προμοτάρει ακόμα περισσότερο), κάθε καταγγελία, κάθε επίθεση που δέχεται είναι σαν μια ένεση από κοκτέηλ ορμονών που το βοηθάει να αναπτύσεται πιο γρήγορα.

Ο φασισμός σήμερα στην Ελλάδα δεν αντιμετωπίζεται ούτε με καταγγελίες, ούτε με εκστρατείες διαφωτισμού του παραπλανημένου λαού, ούτε φυσικά και με το δόγμα του “θα σας ταράξουμε στη νομιμότητα”. Ο φασισμός μπορεί να ανακοπεί μόνο με δυναμική παρέμβαση. Κι όταν λέμε δυναμική παρέμβαση εννοούμε να βγει μπροστά η Αριστερά, αποβάλλοντας όλα τα κόμπλεξ νομιμοφροσύνης και να συγκρουστεί ευθέως τόσο με το κατεστημένο πολιτικό σύστημα, όσο και με το φασισμό, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα το αντισυστημικό, αντικαπιταλιστικό της πρόσωπο δίνοντας άμεσα διέξοδο στο αδιέξοδο που έχει οδηγηθεί ο ελληνικός λαός.

Όσο η Αριστερά θα δρα περιχαρακωμένη εντός κοινοβουλίου και εκτός κοινωνίας, καταγγέλοντας και φορώντας το στενό κοστούμι της “νομιμότητας”. Όσο η Αριστερά δεν συγκρούεται στους δρόμους, στις απεργίες, στην κοινωνία. Όσο το μεγάλο κομμάτι της Αριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει να μοιάζει όλο και περισσότερο με τα υπόλοιπα συστημικά κόμματα χάνοντας διαρκώς μέρος της γοητείας του αντισυστημικού, αντικομφορμιστικού κινήματος όπως διαγράφηκε τον Δεκέμβρη του 2008 και καταγράφηκε στις δυναμικές κινητοποιήσεις των αγανακτισμένων το Συντάγματος που τον έφερε στο 27%, ο φασισμός θα αναπτύσσεται και θα δυναμώνει.

Μέσα στην καθημαγμένη ελληνική κοινωνία, το καλύτερο λίπασμα για να ανθίσει ο φασισμός στο εύφορο χωράφι ενός θυμωμένου λαού που διψάει για αίμα, είναι η διαρκής καταγγελία και η μεγένθυση της εικόνας του τρόμου που προκαλεί. Όσο πιο πολύ αίμα, όσο πιο πολύ βία θα προβάλλουν τα δελτία των καθεστωτικών μέσων τόσο πιο ελκυστική θα γίνεται η εικόνα του φασισμού για ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας. Όσο θα κρατάει και θα εξελίσσεται αυτή η ιλαροτραγωδία του “αντιρατσιστικού νομοσχεδίου”, τόσο θα ανθίζει το χαμόγελο στα χείλη των Μιχαλολιάκων και θα τρίβουν τα χέρια τους οι διαχειριστές του συστήματος.

Αφήστε επιτέλους τη Χρυσή Αυγή στο σκοτάδι της. Στο κάτω, κάτω δεν είναι και κακό που το ανακάτεμα του βόθρου έβγαλε στην επιφάνεια όλα τα κρυμμένα σκατά που μερικές φορές άοσμα και αθόρυβα ζούσαν δίπλα μας. Το να ξέρεις πως ο διπλανός σου είναι κουράδα είναι μια καλή γνώση που σε προφυλάσσει από την πιθανότητα να την πατήσεις και να βρωμίσεις. Με το να τον προβάλλεις όμως διαρκώς με τη δικαιολογία της καταγγελίας διακινδυνεύεις να τον μετατρέψεις σε μια δημοφιλή κουράδα, σπρώχνοντας άθελα σου τον κόσμο προς την κοπρολαγνεία.